Ανατολή Φθιώτιδος

Η Ανατολή Φθιώτιδος είναι ένα μικρό γραφικό χωριό πάνω στα καταπράσινα βουνά των Βαρδουσίων. Είναι κτισμένη αμφιθεατρικά και βλέπει προς την Οίτη και την Γκιώνα. Ανήκει στο δήμο Μακρακώμης - Σπερχειάδας και βρίσκεται σε υψόμετρο 1300 μέτρων...



Παρασκευή 28 Αυγούστου 2009

Εκδοχές για την ιστορία και την ονομασία της Ανατολής.

Εκδοχές για την ιστορία και την ονομασία της Ανατολής.

Για την Ανατολή δεν υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες, ούτε ιστορικές καταγραφές, αλλά ούτε και σημαντικές και αξιόπιστες προφορικές παραδόσεις που να μας πληροφορούν για τη ζωή των κατοίκων της τους τελευταίους δυο με τρεις αιώνες, όπως συμβαίνει με άλλα χωριά. Όσες προφορικές μαρτυρίες υπάρχουν παρουσιάζουν σοβαρές ιστορικές ανακολουθίες και αναντιστοιχίες με άλλα ιστορικά δεδομένα και δημοσιεύματα της εποχής ενώ περιέχουν και πολλά μυθεύματα. Συνήθως αυτοί που τα διηγούνται τα συνδυάζουν με αυτά που έχουν διαβάσει για άλλες περιοχές και περισσότερο εκφράζουν μια επιθυμία ηρωικής εξύψωσης καταστάσεων και προσώπων. Επιπλέον περιέχουν σοβαρές αντιφάσεις με άλλα γεγονότα της εποχής σε διπλανά χωριά. Το σίγουρο είναι ένα. Η Ανατολή, με τις ονομασίες που τη βρίσκουμε σε διάφορα κείμενα ή δημόσια έγγραφα, υπήρξε για πάρα πολλά χρόνια ένα κλασσικό ορεινό, απομακρυσμένο και ολοκληρωτικά σχεδόν αποκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο, αγροκτηνοτροφικό χωριό. Απέχοντας αρκετά από τα χωριά και τις πόλεις του κάμπου ζούσε για πάρα πολλά χρόνια απομονωμένη και μακριά από τα αγαθά που άρχιζε να αποκτά σιγά σιγά η υπόλοιπη κοινωνία. Ήταν από τα πλέον δύσβατα σημεία του νομού Φθιώτιδας και μάλλον αφιλόξενη για τους επισκέπτες. Έτσι στην κοινότητα των κατοίκων της διαμορφώθηκε εκ των πραγμάτων ένα είδος κλειστής κοινωνίας που στηριζόταν σχεδόν αποκλειστικά στο τοπικό παραγωγικό δυναμικό του και στο σύστημα της οικογενειακής κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης.
Η εγκατάσταση των προγόνων των σημερινών κατοίκων στη τοποθεσία που βρίσκεται σήμερα το χωριό δεν μπορεί να προσδιοριστεί χρονικά. Ανθρώπινη παρουσία υπήρχε από την προϊστορική περίοδο και θα πρέπει να ήταν συνεχόμενη μέχρι τις μέρες μας. Πέρα από την ιστορική βιβλιογραφία που αναφέρουν όλη τη γύρω περιοχή ως χώρα αρχικά των Δρυόπων και στη συνέχεια των Αινιάνων, το μαρτυρούν και τα σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα, όπως το αρχαίο νεκροταφείο που προσδιορίζεται χρονολογικά στο 4.000 περίπου π.χ. Το αρχαίο αυτό νεκροταφείο βρίσκεται στο δρόμο Μαρμάρων - Ανατολής και έμεινε άθικτο για χιλιάδες χρόνια. Το μαρτυρά ακόμη το χριστιανικό νεκροταφείο κοντά στην εκκλησιά του Άι Γιάννη του οποίου την ιστορία κανείς δεν γνωρίζει, αλλά ωστόσο όλοι ξέρουμε από πείρας ότι εκκλησιές με νεκροταφεία φτιάχνονται πάντα κοντά σε οικισμούς. Στο σημείο αυτό υπήρχε κάποτε στο παρελθόν κάποιος οικισμός, που στη συνέχεια για κάποιους λόγους εγκαταλείφθηκε και οι κάτοικοί του βρήκαν άλλο χώρο εγκατάστασης. Στον παλαιό οικισμό διατήρησαν μόνον την εκκλησία και τους τάφους των προγόνων τους αλλά και κάποιες καλλιέργειες. Αν διατήρησαν αυτά τα πράγματα, φαίνεται ότι αιτία της αποχώρησής τους δεν ήταν ο διωγμός, αλλά κάποιο φυσικό γεγονός ή ακόμα και η ανάγκη να βρουν κάποια πιο προσοδοφόρα εδάφη για καλλιέργειες και κτηνοτροφία που ήταν η κύρια παραγωγική δραστηριότητα εκείνης της εποχής.
Πως όμως ονόμαζαν αυτό το χωριό και πότε εγκαταλείφθηκε; Ποια κατεύθυνση πήραν και που εγκαταστάθηκαν οι κάτοικοί του; Υπάρχει σύνδεση εκείνου του οικισμού με το σημερινό της Ανατολής και της Δάφνης; Ποια είναι η ιστορία των σημερινών χωριών Ανατολής και Δάφνης; Τι πληθυσμός υπήρχε και ποια δραστηριότητα ανέπτυσσε; Ήρθαν στα χωριά και άλλοι κάτοικοι από άλλες περιοχές και ποιες; Από πού και πότε πήραν την ονομασία τους, που την κράτησαν ως το 1927; Η ετυμολογία του κοινού τοπωνύμιου των δύο χωριών, μπορεί να μας αποκαλύψει και πολλά ιστορικά στοιχεία. Το προγονικό παρελθόν τους. Τον τρόπο ζωής των κατοίκων τους.
Μια πρώτη μαρτυρία για την ονομασία των δύο χωριών βρίσκουμε την περίοδο του Εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, σε κάποια αναφορά των καπεταναίων και των δημογερόντων της επαρχίας Νέων Πατρών (Υπάτης) προς την Γ΄ Εθνοσυνέλευση των Ελλήνων, για τους πληρεξουσίους που είχαν πάρει απόφαση να στείλουν και ορίζονταν οι : Αντρίας Φέρτος από Χομίργιανι και Αναγνόστις Κορομπίλι από Απάνο Χομίργιανι.
Το ερώτημα είναι : ποια ήταν η «Χομίργιανι» και ποια η «Απάνο Χομίργιανι». Είχαν σχέση με την σημερινή Ανατολή και τη σημερινή Δάφνη; Θυμίζουν στους παλαιότερους αλλά και στους νεότερους τα ονόματα αυτά κάτι; Οικογένειες με το όνομα Κορομπίλι (δεν μας είναι γνωστή η προέλευσή του….) υπάρχουν πολλές και στην Ανατολή και στον Πύργο, αλλά και σε άλλα χωριά και κωμοπόλεις της περιοχής. Το όνομα «Φέρτος», κάλλιστα μπορεί να αποδοθεί στο σημερινό «Φέρτης» και σε οικογένειες με το ίδιο επώνυμο στη Δάφνη. Αυτό σημαίνει άραγε ότι η «Απάνο Χομίργιανι» ήταν η Ανατολή και η «Χομίργιανι», χωρίς άλλο προσδιορισμό, η Δάφνη;
Στο «Γεωγραφικό Λεξικό της Ελλάδας» του Μιχαήλ Σταμελάτου (Έκδοση της Εφημερίδας «ΤΟ ΒΗΜΑ» 2006) αναφέρονται οι ονομασίες «Πέρα Χωμείριανη» για τη σημερινή Ανατολή και «Εδώθε Χωμείριανη» για τη σημερινή Δάφνη, οι οποίες παρέμειναν ως το 1927 και είχαν σημείο αναφοράς την Υπάτη.
Από το συνδυασμό των δύο παραπάνω στοιχείων συμπεραίνουμε ότι:
Η ονομασία που ήταν εν χρήσει για την Ανατολή μέχρι το 1927 ήταν: «Απάνο Χομίργιανι» αρχικά και «Πέρα Χωμείριανη» μεταγενέστερα.
Η ονομασία που ήταν εν χρήσει αντίστοιχα για τη Δάφνη μέχρι το 1927 ήταν:
«Χομίργιανι» αρχικά και «Εδώθε Χωμείριανη» μεταγενέστερα.
Η γραφή της λέξης ως Χομίργιανι ή ως Χωμείριανη ας μη μας απασχολεί, δεδόμενου ότι κατά την εποχή γραφής του πρώτης υπήρχε μεγάλη ελευθεριότητα γραφής χωρίς επιμονή στα θέματα ορθογραφίας. Έτσι συχνά είχαμε ένα μείγμα δημώδους γραφής, επηρεασμένης από το λογιοτατισμό των πιο μορφωμένων.
Εκείνο που πρέπει να μας απασχολήσει καταρχήν είναι η χρήση των τοπικών προσδιορισμών «Απάνο» και «Πέρα» που χρησιμοποιούνται για την Χομίργιανι ή Χωμείριανη. Από τη χρήση αυτών των δύο λέξεων φαίνεται ότι η Ανατολή, σε σχέση με το διοικητικό κέντρο, που ήταν όλους τους τελευταίους αιώνες η Υπάτη (Νέες Πάτρες, Πατρατζίκι, Περιφέρεια νέων Πατρών ή Περιφέρεια Νέων Πατρών) ήταν οικισμός που βρισκόταν από πλευράς απόστασης πιο μακριά από τη Δάφνη, είτε κάποιος ήθελε να χρησιμοποιήσει σαν δρόμο προσπέλασης τα χωριά δυτικά της Οίτης, είτε ήθελε να χρησιμοποιήσει το δρόμο μέσω της «Αγιά Σοφιάς» για να επικοινωνήσει με τα δυο αυτά χωριά.
Η Αγιά Σοφιά, σαν ένα από τα πολλά ιδιόρρυθμα μοναστήρια της εποχής, είχε αποκτήσει μεγάλη ακίνητη περιουσία και τεράστιο πλούτο από γεωργικές και κτηνοτροφικές δραστηριότητες. Αποτελούσε σύμφωνα με αρκετές μαρτυρίες ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο που ίσως διαδραμάτιζε συμπληρωματικό ρόλο στις οικονομικές δραστηριότητες της Υπάτης και σημείο επικοινωνίας και ανταλλαγής προϊόντων μεταξύ των κατοίκων όλων των διπλανών χωριών της σημερινής Φθιώτιδας αλλά και της Φωκίδας και της Αιτωτολοακαρνανίας. Αναφέρεται μάλιστα σε πολλές πηγές ότι μέσω της Αγιά Σοφιάς υπήρχαν δρόμοι που συνέδεαν όλα αυτά τα χωριά. Αλλά και σε πολλά έγγραφα των καπεταναίων της εποχής φαίνεται η κοινή στάση και ενδιαφέρον των κατοίκων των χωριών της Οίτης και των Βαρδουσίων, είτε από την πλευρά της σημερινής Φθιώτιδας, είτε από την πλευρά της Φωκίδας και της Αιτωλοακαρνανίας. Αυτό το κοινό ενδιαφέρον πήγαζε από την κοινή συνείδηση κατά των δυναστών, που τροφοδοτούσε και στήριζε η πολύχρονη σχέση που είχαν αναπτύξει μεταξύ τους οι κάτοικοι των χωριών των γύρω ορεινών περιοχών. Πολλοί απ΄αυτούς πλήρωναν βαρείς φόρους στους δυνάστες τους, Τούρκους και Έλληνες κοτζαμπάσηδες - μεγαλογαιοκτήμονες, για να αποκτήσουν δικαιώματα βοσκής ή καλλιέργειας. Και συχνά άλλαζαν τόπο κατοικίας και βοσκής αν έβρισκαν είτε καλύτερα βοσκοτόπια είτε πιο χαμηλούς φόρους. Άλλοτε ο πληθυσμός κάποιου οικισμού αυξανόταν τόσο που η γεωργία και η κτηνοτροφία γινόταν προβληματική βιοποριστικά. Οι γεωργικοί κλήροι από γενιά σε γενιά με το μοίρασμα γίνονταν όλο και μικρότεροι και πιο ασύμφοροι, τα δε κοπάδια και οι βοσκότοποι δεν επαρκούν να ζήσουν πολλά στόματα.
Έτσι πολλά χωριά είτε χωρίζονται στα δυο, είτε ένα τμήμα των κατοίκων τους μεταναστεύει σε κοντινές ή μακρινές αποστάσεις, όταν οι καλλιεργητικές και κτηνοτροφικές συνθήκες το επιτρέπουν.
Είχαμε κάτι ανάλογο στην περίπτωση της Χομίργιανι ή Χωμείριανη; Ή υπάρχει κάποια άλλη αλήθεια που αγνοούμε;
Υπήρχε πρώτα το ένα χωριό π.χ. η Δάφνη και κάποιοι κάτοικοί της μετακινήθηκαν προς την Ανατολή ή έγινε το αντίστροφο;
Υπήρχε άλλο χωριό, σε άλλη τοποθεσία, με την ίδια ονομασία που οι κάτοικοί του μετακινήθηκαν για κάποιο ή κάποιους λόγους προς δύο κατευθύνσεις, οι μεν προς την Ανατολή και οι δε προς τη Δάφνη;
Ήρθαν άλλοι κάτοικοι από άλλες περιοχές και εγκαταστάθηκαν στα δύο χωριά, αρχικά ίσως στο ένα και αργότερα και στο άλλο;
Υπήρχαν από παλιά γηγενείς και στα δυο χωριά και δέχθηκαν την ίδια περίοδο μεταναστευτικά νομαδικά στοιχεία που επέβαλαν και αλλαγή στην ονομασία των τοπωνυμιών;
Τι απ’ όλα αυτά συνέβη;
Η ιστορία βέβαια δεν γράφεται με υποθέσεις και εικασίες. Είναι επιστήμη της γνώσης. Για την αναζήτηση της αλήθειας ερευνά, συγκεντρώνει και αξιολογεί κάθε στοιχείο ικανό να φωτίσει το παρελθόν. Ακόμα και θρύλους και παραμύθια και δημοτικά τραγούδια και προφορικές παραδόσεις και διηγήματα και, περισσότερο τη λογική και την επιστήμη. Και όταν γράφεται κάτι που αγγίζει την ιστορία πρέπει να γίνεται με ακόμη μεγαλύτερη υπευθυνότητα όταν δίνεται στη δημοσιότητα, γιατί τα γραπτά μένουν όπως έλεγαν και οι Λατίνοι. Πρέπει ο γράφων, αν μάλιστα τυχαίνει να είναι και μη επιστήμων της ιστορίας, που είναι από τα πιο πολυσχιδή επιστημονικά αντικείμενα, να μην έχει δογματική αντίληψη και να αναγνωρίζει στον αναγνώστη το δικαίωμα της αμφισβήτησης και της διόρθωσης των γραφομένων του. Γιατί ιστορία δεν είναι πεδίο προβολής προσωπικών απόψεων. Είναι επιστήμη. Μπορεί πολλοί να την έχουν για εργαλείο επιβολής απόψεων για τους δικούς τους λόγους και σκοπιμότητες, αλλά αυτή εξακολουθεί να είναι επιστήμη. Ποιος θα κρίνει αν κάτι που αναφέρεται στην ιστορία είναι επιστημονικό; Αυτοί που συστηματικά ασχολούνται με την ιστορία και όχι εμείς που θα καταγράψουμε κάποια στοιχεία που ήρθαν σε γνώση μας. Έτσι για να μη φανούμε ότι αντιποιούμαστε το ρόλο του επιστήμονα ιστορικού.
Η περιοχή που βρίσκεται η Ανατολή, όπως δείχνουν και τα αρχαιολογικά ευρήματα, αποτελούσε από την προϊστορική περίοδο χώρο εγκατάστασης πληθυσμών, που ασχολούνταν με το κυνήγι, την κτηνοτροφία, τη συλλογή εδώδιμων καρπών, την υποτυπώδη γεωργία. Είχαν αναπτύξει δικό τους πολιτισμό και κοινωνικές σχέσεις δείχνοντας ιδιαίτερο σεβασμό στους νεκρούς τους. Ζούσαν σε κοινότητες με βάση τους δεσμούς αίματος. Μένοντας για πολλές χιλιετίες μακριά από τον πολιτισμό των πόλεων και δεχόμενοι τις συχνές επιδρομές ομοφύλων και ετεροφύλων, βρίσκονται σε διαρκή πολεμική ετοιμότητα και κτίζουν οικισμούς σε θέσεις που είναι είτε απρόσιτοι είτε εξαιρετικά δύσβατοι για τους επιδρομείς, εξασφαλίζοντας σ’ αυτούς συγκριτικά πλεονεκτήματα. Η κοσμολογία τους πρέπει να διαμορφώνεται ανάλογα. Οι γνώσεις τους περιορίζονται σ’ αυτά που είναι χρήσιμα στην καθημερινή ζωή της δύσκολης επιβίωσης. Διαμορφώνονται κοινωνικές κάστες. Οι αρχαίες θεότητες δίνουν διέξοδο στις διάφορες δεισιδαιμονίες τους με νέες και κτίζονται ναοί λατρευτικοί, μέχρι να κάνει την εμφάνισή του και να επιβληθεί ο χριστιανισμός και να αλλάξει αρκετά από τα δεδομένα της καθημερινής τους ζωής. Αποκτούν κοινή εστία και μαζί συνείδηση κοινής καταγωγής και κοινών συμφερόντων. Γίνονται κοινότητα. Έτσι ζουν για πολλά χρόνια. Μακεδόνες, Ρωμαίοι, Γαλάτες, Ερούλοι, Γότθοι, Βυζαντινοί, Βούλγαροι, Σλάβοι και άλλα επιδρομικά και μεταναστευτικά φύλα από την Ευρώπη και την Ασία δεν αλλάζουν τη μοίρα τους. Απλά μετά από λίγο το νέο στοιχείο αφομοιώνεται και συντελεί με τον τρόπο του στην ενίσχυση του τοπικού παραγωγικού δυναμικού. Η γλώσσα παρά τις όποιες προσμίξεις της μένει αλώβητη. Το τοπικό στοιχείο έχει και διατηρεί στο χρόνο ισχυρά αφομοιωτικά αντισώματα. Ακολουθεί η τουρκοκρατία που πέρα από το δυναστικό πολιτικό καθεστώς, επιφέρει ένα είδος νομιμότητας, ανεκτό για πολλά χρόνια. Η εξέγερση ενάντια στον κατακτητή και η δημιουργία συνείδησης εθνικής και κοινωνικής απελευθέρωσης φέρνει τις κοινότητες πιο κοντά. Η απελευθέρωση που ακολουθεί όμως δεν λύνει πολλά από τα προβλήματα του παρελθόντος. Οι μεγαλογαικτήμονες και οι τσιφλικάδες που κυριαρχούν για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά απ’ αυτήν αποτελούν εμπόδιο. Η αταξία και η κλεψιά κυριαρχούν σε πολλές περιοχές. Η Ανατολή όπως και πολλές άλλες περιοχές της ορεινής Στερεάς Ελλάδας βίωσε έντονα αυτές τις καταστάσεις. Φαίνεται από κάποια παλιά «αρχοντικά» σπίτια, που είχαν κτιστεί με παράθυρα – πολεμίστρες, σε αντίθεση με κάποια άλλα σπίτια αργότερα που είχαν μεγάλα παράθυρα για να μπαίνει σ’ αυτά άπλετα το φως που είχε λείψει. Επιδρομές επομένως υπήρχαν μέχρι το σχετικά πιο πρόσφατο παρελθόν του χωριού.
Φαίνεται να περιορίζονται γύρω στα 1850 όταν κτίζονται αρκετά σπίτια στη βάση μιας κοινής αρχιτεκτονικής σύλληψης και τεχνικής. Όμως για να κτίσει κάποιος σπίτι και εκείνη την εποχή θα πρέπει να έχει χρήματα, ή άλλα αγαθά που να αποτιμώνται χρηματικά, άρα να διαθέτει συσσωρευμένο πλούτο, για να μπορεί να πληρώσει τους μαστόρους και τους εργάτες. Αν δεχθούμε αυτό σαν βάση για τους λογικούς (και όχι ιστορικούς) συλλογισμούς μας, θα πρέπει να είχαν συμβεί τα παρακάτω, σε συνδυασμό με κάποιες προφορικές μαρτυρίες ή ισχυρισμούς και κάποια υπαρκτά δεδομένα και ευρήματα.
Καταρχήν η περιοχή της Ανατολής πρέπει να χρησιμοποιήθηκε από πολύ παλιά σαν χώρος καλλιέργειας και βοσκής.
Σε κάποια ιστορική περίοδο θα πρέπει να εγκαταστάθηκαν σ’ αυτόν και οικογένειες, αφενός από τον παλαιό οικισμό που τα ερείπιά του βρίσκονται κοντά στη βρύση της Κρανιάς και την εκκλησιά Άι Γιάννη, όπου υπάρχει δίπλα το παλιό νεκροταφείο, είτε γιατί αυτός καταστράφηκε από κάποιο γεωλογικό φαινόμενο, με πιθανότερη την κατολίσθηση μετά από σεισμό, είτε γιατί η ορεινή Ανατολή προσέφερε μεγαλύτερη ασφάλεια από διάφορους επιδρομείς που επιβουλεύονταν τον πλούτο τους. Ο παλιός οικισμός δηλαδή, χωρίς να γνωρίζουμε το όνομα που είχε τότε, ή για πόσα χρόνια υπήρχε, όντας πολύ κοντά στο μαναστήρι της Αγιά Σοφιάς και σε βασικό οδικό πέρασμα της εποχής, αποτελούσε ένα είδος χειμαδιού για τον κτηνοτροφικό πληθυσμό. Ίσως μια προσεκτική αρχαιολογική διερεύνηση αυτού του χώρου να μας δώσει πολλές πληροφορίες.
Κατά την ίδια περίοδο η Ανατολή θα πρέπει να δέχθηκε και κάποιο ισχυρό εσωτερικό μεταναστευτικό ρεύμα από μετακίνηση πληθυσμών από άλλες περιοχές. Πληθυσμών κυρίως νομαδικού χαρακτήρα, που γνώριζαν τα βοσκοτόπια και που την εποχή εκείνη ήταν φαινόμενο πολύ συνηθισμένο, λόγω και των συχνών πολεμικών γεγονότων αλλά και των πόλεμο φατριών και συμμοριών. Υπάρχει μια προφορική μαρτυρία, που ακόμα δεν είναι διασταυρωμένη, από το χωριό Χόμορη ή Χώμερη της Ναυπακτίας της κορυφής Αρδίνης του σημερινού δήμου Πλατάνου της Αιτωλοακαρνανίας, ότι πρόγονοί τους μετοίκησαν στην άλλη πλευρά των Βαρδουσίων. Αυτό δεν είναι καθόλου απίθανο για την εποχή εκείνη, από τη στιγμή μάλιστα που για κάποια περίοδο στην τουρκοκρατία, όλη η περιοχή αυτή υπαγόταν στην ίδια διοικητική περιφέρεια με πρωτεύουσα την Άμφισσα.
Το ποιος προηγήθηκε στην εγκατάσταση βέβαια είναι δύσκολο να διαπιστωθεί. Ωστόσο εκείνο που θα πρέπει να υποθέσουμε με μεγαλύτερη ασφάλεια είναι, ότι οι κάτοικοι του παλαιού οικισμού στην Κρανιά, θα πρέπει να ήταν οικονομικά πιο αναπτυγμένοι και με περισσότερο πλούτο και γνώσεις, αλλά και πολύ μεγαλύτερους κλήρους στη διαχείρισή τους. Θα πρέπει να κατοικούσαν πολλά χρόνια πριν στην περιοχή αυτή που λόγω του ημιορεινού της χαρακτήρα επέτρεπε να διεξάγονται με μεγαλύτερη ευχέρεια οι δραστηριότητες της κοινότητας, αλλά και να υπάρχει καλύτερη επικοινωνία με τον υπόλοιπο κόσμο. Γειτνίαζαν με το Μοναστήρι της Αγίας Σοφίας που ήταν ένα σημαντικό οικονομικό κέντρο για πολλούς αιώνες στη βυζαντινή περίοδο και μετέπειτα στην τουρκοκρατία και πολλές οικογένειες είχαν παραγωγικά μέσα που για την εποχή εκείνη αποτελούσαν ένα είδος «βαριάς βιομηχανίας». Διέθεταν νερόμυλους, αργαλιούς, άρα και γνώσεις υφαντικής και βαφής των υφασμάτων, οινοποιητικές εγκαταστάσεις, τεχνίτες ξύλων και σιδηρουργούς κ.ά. που θα τους επέτρεπαν να αποτελούν μια υπερέχουσα οικονομική δύναμη για πολλά χρόνια αργότερα, σε αντίθεση με τους νομάδες εποίκους, που στηρίζονταν στη γνώση της κτηνοτροφίας και στις μικρές καλλιέργειες, συνήθως σε απομακρυσμένα σημεία, από όπου αποκτούσαν τα μέσα επιβίωσής τους με πολύ μεγαλύτερο μόχθο και δυσκολίες, ζώντας σε πρόχειρα καταλύματα (σκηνές – σκηνίτες) στην αρχή και κατοικίες πιο πρόχειρης μορφής στη συνέχεια.
Αξιοσημείωτο είναι ακόμα ότι στην περιοχή αυτή υπάρχουν συντρίμμια από πολλά διάσπαρτα εκκλησάκια, προφανώς στη θέση παλαιών ναών και ιερών της παλαιάς θρησκείας, όπως ακριβώς είχε συμβεί και στο Μοναστήρι της Αγιά Σοφιάς. Αυτό σημαίνει έντονη εμφάνιση του θρησκευτικού ενδιαφέροντος για τους πληθυσμούς της περιοχής, όχι ασφαλώς χάριν των λίγων νομάδων, αλλά ικανού μεγέθους πληθυσμού. Αυτοί οι χώροι της χριστιανικής λατρείας θα πρέπει επίσης να καταστράφηκαν κατά το σεισμό που έπληξε την περιοχή. Και πράγματι, όπως διαπιστώνουμε από μια σχετική μελέτη του τοπογράφου αγρονόμου Στάθη Κ. Στείρου τη Φθιώτιδα έπληξαν δυο μεγάλοι και καταστροφικοί σεισμοί. Ο ένας έλαβε χώρα το 1545 και ο άλλος το 1740. Μετά το δεύτερο σεισμό δε, που προκάλεσε μεγάλες καταστροφές σε εκκλησίες και μοναστήρια και για μια δεκαετία, ακολούθησε έντονη δραστηριότητα ανοικοδόμησης ναών και μοναστηριών, μετά από άδεια του Σουλτάνου. Με αυτά τα ιστορικά δεδομένα, ο σεισμός που πρέπει να έπληξε το παλαιό οικισμό μάλλον έγινε το 1740. Όμως για το γεγονός αυτό, όπως και για το χριστιανικό νεκροταφείο στον Άι Γιάννη, δεν υπάρχει η παραμικρή γραπτή ή προφορική μαρτυρία μέχρι σήμερα, με την επιφύλαξη βέβαια να μη μας είναι γνωστή. Αλλά πως είναι δυνατόν να υπάρχει ένα ολόκληρο χριστιανικό νεκροταφείο και κανείς να μη θυμάται ποιος είναι ενταφιασμένος εκεί; Πως είναι δυνατόν κάποιοι απόγονοι αυτών των προγόνων να μην έχουν πει τίποτα στις επόμενες γενιές; Ανεξήγητο. Η μοναδική ερμηνεία που μπορεί να δοθεί είναι ότι μεσολάβησαν πολλά και σημαντικά γεγονότα που κατά κάποιο τρόπο έθεσαν σε δεύτερη μοίρα κάποια τραγικά γεγονότα, που το ανθρώπινο μυαλό δείχνει τάση να λησμονεί.
Τι μπορεί άραγε να συνέβη μετά το σεισμό και την καταστροφή του οικισμού; Τα κατολισθητικά φαινόμενα, με την πτώση μεγάλων βράχων από το βουνό, αφού κατέστρεψαν ό, τι κατέστρεψαν, άλλες οικογένειες πρέπει να τις έτρεψαν προς τις πεδινές περιοχές για μεγαλύτερη ασφάλεια και άλλες, κυρίως αυτούς που ασχολούνταν με την κτηνοτροφία και είχαν μεγάλα κοπάδια, στις γύρω ορεινές περιοχές. Έτσι, άλλες οικογένειες πρέπει να πήγαν προς τη σημερινή Δάφνη και άλλες προς την Ανατολή, που ήδη πρέπει να είχαν κάποιους πληθυσμούς κτηνοτροφικούς-αγροτικούς και να μην είχαν πληγεί στον ίδιο βαθμό από το σεισμό που προηγήθηκε.
Ως προς το τοπωνύμιο του χωριού «Χομίργιανι» ή «Χωμείριανη» «Χωμέριανη» ή «Χωμόριανη» ή κάθε άλλη γραφή της αποδίδεται, επικρατεί σύγχυση.

Η πρώτη εκδοχή.

Ένα τοπωνύμιο ασφαλώς δίνει και πολλά ιστορικά στοιχεία για το παρελθόν μιας περιοχής. Πολλές περιοχές στην πατρίδα μας έχουν πάρει το όνομά τους από τον ιδιοκτήτη τους, ιδιαίτερα της περιόδου εκείνης που υπήρχαν μεγάλα τσιφλίκια. Η εκδοχή της ύπαρξης και κυριαρχίας ενός πασά ‘η ενός μεγαλοτσιφλικά, του Ομέρ, στην περιοχή, εξ και η ονομασία της περιοχής Χ-ομερ-ιανη θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή, αν το σύνηθες τουρκικό όνομα Ομέρ έβρισκε εφαρμογή και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας και αν μπορούσε να εξηγηθεί η δασεία στο Ομέρ για να εξηγηθεί και το Χ μπροστά από το Ομέρ. Αλλά είναι και κάποια άλλα θέματα που μένουν ανερμήνευτα. Πριν από την ονομασία αυτή, ποιο ήταν το όνομα της περιοχής, αφού είναι γνωστό και αποδεκτό ότι στην περιοχή αυτή κατοικούσε αρκετά μεγάλος πληθυσμός; Είναι δυνατόν μια περιοχή με τόση ζωή και τόσο μεγάλη οικονομική σημασία να μην έχει όνομα; Το τσιφλίκι του τούρκου Ομέρ περιλάμβανε μόνον αυτήν την περιοχή, δηλ. τη Δάφνη και την Ανατολή και όχι τα Μάρμαρα για παράδειγμα που ονομαζόταν Σέλιανη (σ.σ. προφανώς από το ….Σελά μπέη κατ’ αντιστοιχία του μύθου) ή τον κοντινό Πύργο; Και αν ναι, ήταν αυτή η περιοχή, μικρή για τα δεδομένα της εποχής, τόσο προσοδοφόρα ώστε να εξηγεί τη σημασία της για τσιφλίκι; Μάλλον όχι. Είναι γνωστό άλλωστε ότι όλη η περιοχή αυτή ανήκε διοικητικά στο Πατρατζίκι. Στη διοίκηση δηλαδή της Υπάτης, η οποία και μετά την απελευθέρωση παρέμεινε η ίδια για πολλά χρόνια. Και σε κανένα σημείο της ιστορίας της περιοχής δεν γίνεται κάποια αναφορά στο όνομα αυτό. Αν ο τσιφλικάς ή ο μπέης είχε την περιουσία αυτή, σίγουρα θα αναφερόταν σε κάποια αναφορά ή γράμμα των καπεταναίων και των δημογερόντων της περιοχής.
Η Υπάτη υπήρξε για πολλές δεκαετίας τουρκικής κυριαρχίας θέατρο πολλών διαμαχών και μαχών ανάμεσα σε Τούρκους αξιωματούχους, που διαγκωνίζονταν ποιος θα την καταλάβει για να καρπώνεται τα πλούτη των γύρω περιοχών. Σε πολλούς από αυτούς τους αξιωματούχους (Σπαχήδες) δινόταν από το τουρκικό κράτος κάποια γη για να μπορούν να ασκήσουν τα καθήκοντά τους. Τις παραχωρήσεις αυτές μπορούσαν να κάνουν για λογαριασμό του Σουλτάνου και οι πασάδες. Όμως αυτή η γη δεν μπορούσε να μεταβιβαστεί με νόμιμο τρόπο (τίτλο) σε τρίτους και πολύ περισσότερο δεν περιλάμβανε κάθε μορφή γης. Εξαιρούνταν τα δάση, οι ορεινές και πετρώδεις εκτάσεις, τα βακουφικά, οι λίμνες, τα ποτάμια κ.λπ….. Αυτό σημαίνει και αμφισβήτηση του μύθου περί «Ομέρ» ή «Χομέρ» μπέη, ως προς το θέμα του τοπωνύμιου.

Η δεύτερη εκδοχή


Η εκδοχή να προέρχεται η ονομασία από τους εποίκους του χωριού Χόμορη ή Χώμερη, της Αιτολοακαρνανίας και η επικράτηση της λέξης αργότερα και για πολλά χρόνια (όπως αναφέρεται στο Γεωγραφικό Λεξικό της Ελλάδας του Μιχαήλ Σταμελάτου μέχρι το 1927) της ονομασίας Χωμείριανη και η διάκριση σε Πέρα Χωμείριανη (Ανατολή) και Εδώθε Χωμείριανη (Δάφνη), με σημείο αναφοράς την Υπάτη που ανήκαν και διοικητικά τα δύο χωριά, φαίνεται πιο λογικοφανής, αν μάλιστα διασταυρωθεί και το γεγονός ότι υπάρχουν και πολλά κοινά επώνυμα μεταξύ των δύο χωριών. Αλλά το ερώτημα που γεννάται είναι: Ήταν τόσο ισχυρό το εποικιστικό ρεύμα αυτό, που να κατορθώσει να επιβάλει το όνομά του; Και πότε χρονικά προσδιορίζεται αυτή η μετακίνηση του πληθυσμού; Καταρχήν η απόσταση Χώμερης ή Χόμορης – Χωμείριανης με τα ζώα είναι μόλις τέσσερις ώρες, όπως υποστηρίζουν οι της Χόμορης, απόσταση όχι αποτρεπτική για τη μετακίνηση πληθυσμών και μάλιστα για τις παλαιότερες εποχές, που κάτι τέτοιο αποτελούσε σύνηθες φαινόμενο. Το να έχει επιχειρηθεί κάτι τέτοιο πριν από 150 ή 200 χρόνια ή και περισσότερα δεν είναι καθόλου απίθανο, ούτε και δύσκολο. Ούτε πολύ περισσότερο η περιοχή πρέπει να ήταν άγνωστη, αφού τα κοπάδια έβοσκαν στα κοντινά με τη σημερινή Ανατολή περιοχή των Βαρδουσίων. Οι μεταναστεύσεις πληθυσμών την περίοδο εκείνη ήταν συχνές και εξηγούνταν από την αύξηση του πληθυσμού σε μια περιοχή, τη μείωση του κλήρου και των βοσκοτόπων, αλλά και από αρκετές άλλες αιτίες. Είχαν χαρακτήρα μαζικό και πολλές φορές οργανωμένο. Μετέφεραν το σύνολο της οικοσκευής και για πολλά χρόνια διατηρούσαν σχέσεις επικοινωνίας με τον τόπο προέλευσής τους. Η μετακίνηση αυτή ίσως και να εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την «έλλειψη μνήμης» για πολλά πράγματα, αφού η ιστορία του χωριού διαμορφώνεται σχετικά πρόσφατα και η προφορική παράδοση περιορίζεται σε αυτά που έζησαν οι πιο πρόσφατες γενιές. Ίσως να εξηγεί ακόμα την ανυπαρξία οικογενειακών κειμηλίων ή άλλων αντικειμένων που να αναφέρονται σε χρόνο απώτερο και όχι στην περίοδο προ του τελευταίου πολέμου. Ίσως να εξηγεί και την έλλειψη «ηρώων» ή «παλικαριών» με αξιοσημείωτη δράση στους αγώνες του έθνους, όπως σε άλλα χωριά. Την ιστορική καταγραφή του χωριού σε κάποια μάχη κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας ή ακόμα αν θέλετε την καταγραφή του σαν λημέρι κάποιων ανθρώπων ή ομάδων της κλεφτουριάς.

Η τρίτη εκδοχή.

Μια άλλη εκδοχή αποτελεί ασφαλώς, η ονομασία της περιοχής να προήλθε από κάποιο άγνωστο σε εμάς όνομα ή λέξη, κατά παραφθορά κάποιας αρχαιοελληνικής λέξης. Στην ευρύτερη περιοχή του χωριού υπάρχουν διάσπαρτα αρχαιοελληνικά ευρήματα από αρχαίους τάφους και τεμένη από την πελασγική περίοδο. Πολλοί από τους ναούς αυτούς καταστράφηκαν, όσοι βέβαια είχαν απομείνει από την καταστροφική εισβολή των Ερούλων, κατά την περίοδο επιβολής της νέας θρησκείας από το βυζαντινό κράτος και την πολιτική των βυζαντινών αυτοκρατόρων και στη θέση τους ανεγέρθηκαν χριστιανικοί ναοί αλλάζοντας την αφιέρωση από την παλαιά θεότητα σε κάποια νέα αγιότητα ή οσιότητα. Αυτό το γεγονός δείχνει, αν μη τι άλλο, ότι η περιοχή έσφιζε από ζωή πριν από 2.000 με 1500 περίπου χρόνια και ότι έπρεπε οι τότε κάτοικοι με κάθε τρόπο να αλλαξοπιστήσουν, οι δε ναοί με τα όποια αφιερώματά τους να περάσουν σε «νέα διαχείριση».
Τα περισσότερα αρχαιολογικά ευρήματα, κυρίως από την πελασγική περίοδο, έχουν εντοπιστεί στη βόρεια – βορειοδυτική πλευρά του χωριού και σε υψηλότερη θέση. Τα ταφικά ευρήματα προξενούν εντύπωση από το γεγονός ότι αποτελούνται από πλάκες μεγάλου όγκου και βάρους που η μεταφορά τους στο σημείο που βρέθηκαν απαιτούσε συνεργασία πολλών ανθρώπων αλλά και τη χρήση μέσων, κυρίως ζώων και εργαλείων. Οι πλάκες αυτές υπήρχαν και υπάρχουν και σήμερα σε συγκεκριμένο σημείο και ήταν αναγκαίες όχι μόνον για τους τάφους αλλά για τα άλλα κτίσματα της εποχής εκείνης, κυρίως για τα σπίτια. Λόγω γειτνίασης με αυτό το «πρωτόγονο» δομικό υλικό, αλλά και της φυσικής οχυρωματικής θέσης που πρόσφερε η τοποθεσία, ο οικισμός πρέπει να βρισκόταν προς αυτό το σημείο, σε υψομετρική στάθμη μεγαλύτερη της σημερινής τοποθεσίας του χωριού. Στα νότα του (ανατολικά) είχε τη φυσική οχύρωση του βραχώδους λόφου και μπροστά (βόρεια) τη δύσβατη και απόκρυμνη περιοχή προς την πλευρά των σημερινών Μαρμάρων, έχοντας παράλληλα εξαιρετική θέα και φυσική οχυρωματική δυνατότητα, που προστάτευε τους κατοίκους από τις συνεχείς επιδρομές εχθρικών στοιχείων. Εκτός από κάποιους βραχώδεις λόφους, το υπόλοιπο τμήμα της περιοχής σχηματίζεται από μεγάλους και συνεχείς χωμάτινους όγκους, πολλοί από τους οποίους συγκρατούνται χάρις στη δασώδη βλάστηση. Τα εδάφη είναι μαλακά και φαίνεται ότι έχουν διαμορφωθεί ως επί το πλείστον από ηφαιστειακή τέφρα πριν από εκατομμύρια χρόνια. Βέβαια αυτή η διαμόρφωση των εδαφών είναι κοινή για πολλά χωριά της περιοχής αυτής των βόρειων Βαρδουσίων και υπάρχουν αρκετές γεωλογικές έρευνες από το ΙΓΜΕ για το θέμα αυτό για τα χωριά αυτά. Αυτή η γεωλογική σύσταση των εδαφών ίσως να είναι και αυτή που να έδωσε το όνομα Χωμίριανη ή Χωμείριανη. Η ρίζα δηλαδή της λέξης να έχει να κάνει με το χαρακτηριστικό των εδαφών της, το ουσιαστικό «χώμα» και το ρήμα «χώννυμι» που σημαίνει διαμορφωμένος όγκος χωμάτων, τύμβος, οχυρό με χώμα ή αντίστοιχα ενέργεια για το σχηματισμό χωμάτινου οχυρού ή αναχώματος. Η ονομασία δηλαδή της Ανατολής και της Δάφνης έχουν εδαφωνυμική προέλευση, με πρωτότυπη λέξη το χώμα και την κατάληξη –ιανη, κοινό δηλωτικό πολλών άλλων χωριών της Ρούμελης.
Αυτό αποκλείει το ενδεχόμενο η ονομασία Χωμείριανη να έχει τη ρίζα της σε κάποια άλλη γλώσσα, αφού εξάλλου κανενός το αυτί δεν έχει ακούσει κάποια λέξη με «χομιρ» ή «χομιργ» που να του θυμίζει κάτι, σε κάποια άλλη γλώσσα, που να καθιστά κάτι τέτοιο ενδεχόμενο.
Αντίθετα υπάρχουν πολλά άλλα χωριά της Ρούμελης με τη ίδια κατάληξη –ιανη, όπως Βίνιανη, Άμπλιανη, Προύφλιανη, Αγόριανη, Παύλιανη, Βάργιανη, Κουτσούφλιανη, κ.ά. που η πρωτότυπη λέξη παραμέμπει συνήθως ευθέως και ευδιάκριτα σε κάποια ελληνική λέξη. Αποτελούσε άλλωστε συνήθη τακτική για τους κατοίκους των παλαιότερων εποχών να δίνουν τοπωνύμια σε διάφορες περιοχές με βάση τα χαρακτηριστικά μιας τοποθεσίας ή περιοχής. Έτσι ανάλογες ονομασίες έχουν δοθεί σε διάφορα σημεία της Ανατολής από τους κατοίκους της με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του εδάφους ή της χρήσης τους (Κερασόλακκα, Ζηρέλια, Αλώνι, Κούτσουρο, Καταβόθρα, Κρανιά, Μαυροβούνι, κ.ά). Ανάλογη πρακτική φαίνεται από τα παλιά τοπωνύμια και άλλων κοντινών χωριών, όπως π.χ. το Μαυρολιθάρι ή τα Πυρρά, που πήραν το όνομά τους λόγω των χαρακτηριστικών των εδαφών τους.
Το θέμα ασφαλώς παρά την προσπάθειά μας να δώσουμε μια εξήγηση στο τοπωνύμιο «Χομίργιανι» ή Χωμείριανη» μένει ανοικτό για διερεύνηση. Από τη στιγμή μάλιστα που κάποια στιγμή το κράτος αποφασίζει την αλλαγή ονομάτων αρκετών χωριών που θύμιζαν «ξενική» προέλευση με τις καταλήξεις τους, ενώ σε άλλες περιπτώσεις δεν γίνεται το ίδιο (Αγόριανη, Παύλιανη, Βίνιανη, Άμπλιανη κ.ά). Είναι η περίοδος έξαρσης των εθνικοφυλετικών θεωριών για τους λαούς των Βαλκανίων. Αν μας δινόταν πάντως σήμερα η ευκαιρία να επιλέξουμε ονομασία για το χωριό, ανάμεσα στο «Χομίργιανι» και στο «Ανατολή», μάλλον θα επιμέναμε στη μοναδικότητα του πρώτου, αφού το δεύτερο είναι κοινό σε πολλά χωριά της επικράτειας και προκαλεί σύγχυση. Αλλά δεν είχαμε γεννηθεί τότε, όταν έγινε η αλλαγή του ονόματος το 1927, για να μας ρωτήσουν….
Προκύπτει ανάγκη πάντως να ψάξουμε περισσότερο το θέμα. Πολύτιμη βοήθεια μπορεί να μας δώσει η ίδια η γλώσσα μας. Οι υποθέσεις και οι εικασίες στο θέμα της ιστορίας είναι καλές στο βαθμό που μπορούν να αποτελέσουν το ερέθισμα για έρευνα. Άρα το θέμα της ονομασίας, με όλες τις εκδοχές που προαναφέρθηκαν, ή και άλλες, παραμένει υπό διερεύνηση.

Απόπειρα ερμηνείας με βάση την αρχαία ελληνική γλώσσα.


Πολλά τοπωνύμια μετά τους Βαλκανικούς πολέμους και τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο άλλαξαν ονομασία και στη Φθιώτιδα, γιατί οι κρατούντες εκείνη την εποχή ήθελαν να απαλείψουν κάθε γλωσσικό κατάλοιπο που θύμιζε την παρουσία και την επιρροή μη γηγενών ή μη εθνικών πληθυσμιακών στοιχείων (Σλάβων, Βλάχων, Αλβανών, Ενετών, κ.ά.). Έτσι πολλά τοπωνύμια που το θέμα της λέξης θύμιζε ή δεν θύμιζε, κατά την άποψη της επιτροπής τοπωνυμιών, κάποια ελληνική λέξη, άλλαζαν, ενώ κάποια άλλα τοπωνύμια, που η πρωτότυπη λέξη θύμιζε ή παρέπεμπε σε κάποια λέξη της ελληνικής γραμματείας παρέμενε, χωρίς βέβαια να τηρείται απόλυτα αυτός ο κανόνας. Την ίδια επαμφοτερίζουσα τακτική ή λογική φαίνεται ότι ακολουθούσαν και όταν η κατάληξη ενός τοπωνυμίου δεν παρέπεμπε στους κανόνες της ελληνικής γραμματικής με τις συνήθεις καταλήξεις των τοπωνυμίων. Έτσι, άλλοτε προέβαιναν στην αλλαγή ενός τοπωνυμίου που έληγε σε –ιανη και άλλοτε το διατηρούσαν. Διατήρησαν για παράδειγμα το τοπωνύμιο «Παύλ-ιανη», προφανώς γιατί θεώρησαν ότι το θέμα της λέξης είναι ιερό, θυμίζοντας τον ιδρυτή της χριστιανικής θρησκείας, όπως και το τοπωνύμιο «Άμπλ-ιανη» θεωρώντας σωστά ότι αυτό έχει πέρα ως πέρα ελληνική προέλευση (από το ρήμα πλάζω[1] και το ρήμα αμπλακίσκω = κατακλύζω, πλημμυρίζω, εξ ου και άμπλα = πηγή). Διατήρησαν ωστόσο ακόμα το τοπωνύμιο Βίνιανη, καίτοι η σύγχρονη ερμηνεία της ονομασίας αναφέρεται στο λατινικό vinum (= οίνος) και στην κατάληξη –ιανη, κάτι που ωστόσο ελέγχεται από πλευράς ορθότητας αφού υπάρχει και εδώ αρχαιοελληνική ρίζα της λέξης[2]. Την ίδια λογική αντιμετώπισης έχουμε και σε άλλα τοπωνύμια μεταξύ των οποίων ενδεχόμενα και της Χομίριανης, που τη γράφουμε εδώ με βάση την προφορά της λέξης από τους σύγχρονους. Η παλαιά ονομασία άλλαξε. Γιατί άραγε; Γιατί θύμιζε δήθεν κάποιο Τούρκο αγά ή τσιφλικά; Ή γιατί υπήρχε η κατάληξη –ιανη, λατινικής προέλευσης[3]; Και κάτι πιο σημαντικό: Οι Λατίνοι παρέλαβαν κάποια ονομασία τουρκικής προέλευσης προ του 1600, οπότε και αποχώρησαν από την περιοχή οριστικά και έκτοτε παρέμεινε το ίδιο τοπωνύμιο; Η λογική ανατρέπει κάθε τέτοια ερμηνεία. Η προσθήκη της κατάληξης –ιανη πρέπει να έγινε σε χρόνο απώτερο στο παρελθόν και να προϋπήρχε κάποια άλλη ονομασία της τοποθεσίας. Αλλά ποια; Για να δώσουμε μια εξήγηση της ονομασίας μήπως πρέπει να δώσουμε μια ερμηνεία των γεωμορφολογικών και κλιματολογικών ή εδαφολογικών στοιχείων της περιοχής; Ή θα πρέπει να δώσουμε μια ερμηνεία με βάση κάποια άλλα χαρακτηριστικά της περιοχής και του πληθυσμού που την κατοικούσε;
Αν επιλέξουμε τη γεωμορφολογική εικόνα της περιοχής τα τρία αρχικά γράμματα «Χομ» ή «Χωμ» μας παραπέμπει ευθέως στη λέξη «χώμα» που η προέλευσή της είναι αρχαιοελληνική (= χόω [χέω (ε>ο), χύνω (υ>ο)]- χέω στο ίδιο μέρος, συσσωρεύω, επί χώματος, αποφράττω δια χώματος, χους (γεν. χοός), χώννυμι (χους, ου>ω), χωννύω, χώνω, παραχώνω, χώμα, χωματίζομαι, χωμάτινος, χωματένιος, χωματίζω, χωματώνω, επιχωματώνω, επιχωμάτωσις, χωματίλα, χωματένιος, χωματισμός, χωματουργία (έργον), χωματουργικός, χοώδης, χοϊκός, χοο-, χοΐδιον, χως, χώσις, χώσμα, χωστέον, χωστός, χωστρίς.).
Και πράγματι. Αν ήθελε κάποιος να μεταφέρει μια εικόνα της περιοχής με βάση τα εδάφη της και σήμερα και τότε, εκείνο που θα περιέγραφε είναι οι τεράστιοι χωμάτινοι λόφοι που αποτελούν ένα είδος φυσικής οχύρωσης και ο ένας αλληλοδιαδέχεται τον άλλο με εντυπωσιακή πυκνότητα και συνέχεια. Αν επιχειρούσε δε εκείνη την εποχή να περιγράψει την περιοχή με βάση τα εδαφολογικά γεωλογικά συστατικά του εδάφους και του αργιλώδους του εδάφους της, ασφαλώς θα αναφερόταν στο αργιλώδες του εδάφους της, αποδεχόμενος την ερμηνεία της αρχαιοελληνικής λέξης «αργής» και «άργιλος»[4], δημιουργώντας μια σύνθετη ονομασία της τοποθεσίας, όπως «χωμαργιλος» ή «Χωμαργής» ή κάτι που να προσεγγίζει την πιο πρόσφατη ονομασία της με την παραφθορά της λέξης, αλλά κρατώντας τις αρχαιοελληνικές ρίζες της.
Αλλά υπάρχει και μια άλλη ερμηνεία της αρχαιοελληνικής λέξης «αργής» που και σήμερα μπορεί κάποιος να περιγράψει ως χαρακτηριστικό της ορεινής αυτής περιοχής. Οι συχνές και πολλές φορές έντονες βροχοπτώσεις ακόμα και τους θερινούς μήνες, που εντυπωσιάζουν κάθε επισκέπτη, όταν μάλιστα συνοδεύονται από εντυπωσιακές αστραπές και βροντές. Η λέξη «αργής» συναντάται συνήθως στον Όμηρο με την έννοια της ζωηρής αστραπής, η οποία ελαύνει απαστράπτουσα[5]. Επομένως και μ’ αυτήν την ερμηνεία της λέξης η ονομασία της τοποθεσίας φαίνεται να έχει να κάνει με τα φυσικά - κλιματολογικά στοιχεία που την χαρακτηρίζουν αιώνες τώρα.
Το ίδιο πιθανό είναι η ονομασία της περιοχής να προήλθε βέβαια και από κάποια άλλη λέξη της αρχαιοελληνικής, όπως είναι το «όμος» με δασεία, που εξηγεί και το πρόθεμα του «Χ» ή «Η» στα λατινικά, αλλά μας είναι άγνωστα τα ιστορικά – κοινωνικά στοιχεία της δεδομένης περιόδου. Η λέξη «όμος» σημαίνει ο αυτός, όμοιος, κοινός, ενωμένος, και από τη λέξη αυτή προέρχονται οι λέξεις : ομού, ομή, ομά, ύμοι (ο>υ), όμα, ομάς, όμαδος, ομαδεύω, ομάδα, ομαδικός, ομο-, ομ-, ομαλή, ομώς, όμως (σύνδεσμος εκ του ομός), μα (ο-μά), ομαρής (άρω), ομαρτέω, ομαρτή, ομαρτηδόν, όμηρος- εγγύηση περί διατηρήσεως ενότητος, ενέχυρο, ομηρεία, ομήρευμα, ομηρεύω, ομηρέω, ομήρης, ομηρέτης, Όμηρος- ο μέγιστος επικός ποιητής της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, εγγυητής της Ελληνικής γλώσσας, Ομήρειον, Ομήρειος, Ομηρικός, Ομηρίζω, Ομηρίδδω, Ομηρίδης, Ομηριστής, Ομηροπάτης (πατέω). Αν λάβουμε υπόψη μας τον ομαδικό τρόπο ζωής που επέβαλαν εξ αντικειμένου οι γεωμορφολογικές συνθήκες στην περιοχή όχι μόνον στο απώτερο παρελθόν αλλά και σχετικά πρόσφατα, ασφαλώς δεν θα ήταν λάθος μια ετυμολογία που να εδράζεται στη λέξη αυτή, με την έννοια της ομάδας και του ομαδικού τρόπου ζωής. Όπως και αν κάνουμε μια υπόθεση ότι οι κάτοικοι αυτής της περιοχής να αποτέλεσαν κάποια στιγμή «ενέχυρο» για τυχόν δάνεια που είχαν λάβει, καθόλου σπάνιο φαινόμενο κατά την ιστορική περίοδο εκείνη.
Σε κάθε περίπτωση βέβαια δεν μπορεί να μας αφήσει αδιάφορους η ονομασία του διπλανού χωριού «Αργύρια»[6] και η μεγάλη συγγένεια που προκύπτει στην κοινή ρίζα των δύο των τοπωνυμίων.
Τέλος δεν θεωρείται καθόλου απίθανο αν η ονομασία της περιοχής πήρε από τη λέξη αγρός ([άγ-ω + άρ-ουρα, αρ-όω, έ-ρα, δηλαδή αγαρός > αγρός], αγρότης, αγρίτης, αγρείος, αγροιώτης, Αγρίσκα, αγραυλίζομαι (αυλή), άγραυλος, Άργος (αγρός, γρ>ργ και την Θεσσαλία έτσι αποκαλεί ο Όμηρος), Αργείος, Αργολίς, Αργολίζω) ως δεύτερο συνθετικό της λέξης, με πρώτο, πιο πιθανό συνθετικό, τη λέξη «όμος»
. Το Πελασγικό μυθολογικό παρελθόν της περιοχής, οι μυθικοί απόγονοι του γενάρχη των Πελασγών, ο μυθικός βασιλιάς των Αργείων Ίναχος, μας βάζουν σε σκέψεις. Σε πολλές σκέψεις.
Ήταν μήπως η Χομίργιανη κάποτε «το κοινό των Αργείων»; Διόλου απίθανο.
Έχουμε πει όμως εξαρχής. Όχι αυθαιρεσίες. Ιστορία γαρ. Επιστήμη της γνώσης.
Πάντως μάλλον κακώς άλλαξε το όνομα των δυο χωριών το 1927.

[1] πλάζω [πέ-πληγ-ον, αόρ. του πλήττω (ρίζα πλαγ-) > πλάγ-ιω > πλάζω (γι>ζ)]- κτυπώ, πλήττω, απωθώ, απομακρύνω από την οδό, παραπλανώ, πλανώμαι, φέρομαι στο κύμα, κατακλύζω, πλημμυρίζω. αμπλακείν (ανά), αμπλακιά, αμπλάκημα, αμπλακίσκω, πλαγκτός, πλαγκτοσύνη, πλαγκτήρ, πλαγκτόν, πλαγκτονικός, πλαντάζω (γ>ν), πλάνταγμα.
[2] βινέω [βαίνω, αι>ι)]- συνέρχομαι, συνουσιάζομαι παρανόμως. βινητιάω.
[3] Προέρχεται από την ετρουσκική θεότητα ani και μετέπειτα από τη ελληνορωμαϊκή θεότητα iani (ιανός), που κατά πολλούς θεωρείται Θεσσαλικής προέλευσης. Σ’ αυτόν είναι αφιερωμένος και ο πρώτος μήνας του χρόνου (Ιανουάριος) και κατά πολλούς θυμίζει το γένος των Ιώνων.
[4] αργάς, αργής, αργόλας [ή από το αργυρό του χρώμα (αργής), αλλά και άργιλος [αργής]- λευκό χρώμα. αργιλώδης, άργιλλος, αργιλλώδης, άργιλλα.
[5] Αργής [ελ-άω, έρ-χομαι (ε>α) + γα-νάω ( = απαστράπτω)]- ως επί το πλείστον, στο Όμηρο, επί ζωηρής αστραπής, η οποία ελαύνει απαστράπτουσα. Έτσι ερμηνεύεται και η έννοια του ταχύποδος κυνός (Άργος). Μέχρι και σήμερα οι ταχύποδες ίπποι φέρουν συχνά το όνομα αστραπή. Λαμπρός, απαστράπτων, επί ζωηρής αστραπής, στίλβων, λευκός, επί στέατος, πάχους. αργήτης, αργείης, αργίας, αργήεις, αργάς, αργηστής, αργικέραυνος, αργίκερος (κέρας), αργινεφής (νέφος), αργινόεις, αργιόπους (πους), αργιπόδης, αργίπους, αργιλιπής (λέπι), αργίλιψ, αργός, Αργώ, Άργος, αργι-, αργείλοφος, Αργειφόντης (φονεύω), άργεμον, αργεννός (αργεσ-νός, σν>νν), αργένναος, αργεστής, Αργέστης, εναργής, ενάργεια, ενάργημα, εναργότης.
[6] άργυρος [αργός, ο>υ]- λευκό μέταλλο, ασήμι, αργυρά νομίσματα. αργύρια, αργύριον, αργυρόω, αργύρωμα, αργυρώνητος (ωνέομαι), αργυφής, αργύφεος, αργύρεος, αργυρούς, αργυρίζομαι, αργυρισμός, αργυρίτης, αργυρίτις, αργυρολογέω.


Η κοινωνική ζωή

Ανάμεσα στα 1830 με 1850 πρέπει να κτίζονται οι πρώτες κατοικίες που δείχνουν τα πρώτα κοινά αρχιτεκτονικά στοιχεία της νέας εποχής, αλλά και την κοινή αρχιτεκτονική σύλληψη και τεχνική με άλλα σπίτια εκείνης της περιόδου. Διώροφες κατοικίες από πέτρα και ξύλο, οροφές από πλάκες, που το μεν ισόγειο χρησιμοποιείται για φύλαξη τροφίμων, το δε ανώγειο για υπνοδωμάτια. Μονώροφες κατοικίες με τα ίδια υλικά ή απλές πλινθοδομές, αλλά πιο επιμήκη, με διάταξη δωμάτων ή όχι. Στο εσωτερικό χρησιμοποιείται η τεχνική του τσατμά για το χωρισμό των δωματίων. Οι διώροφες κατοικίες έχουν σκάλες και μπαλκόνια με στέγαστρα ξύλινα και αρκετές λεπτομέρειες επεξεργασίας του ξύλου στα εμφανή του σημεία, σημείο ένδειξης ενός πνεύματος καλαισθησίας των ιδιοκτητών τους, αλλά και κάτι το σπουδαιότερο. Την ύπαρξη δύο κατηγοριών πληθυσμού με βάση τον πλούτο και τα αγαθά. Αυτών που είχαν τη δυνατότητα να καλέσουν και να πληρώσουν το συνεργείο για να τους κτίσει το σπίτι και αυτών που δεν είχαν τουλάχιστον την περίοδο εκείνη και έμεναν σε πιο πρόχειρα καταλύματα, αφού γηγενείς μάστορες δεν υπήρξαν.
Όπως συμβαίνει όμως σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, σιγά σιγά παλιός και νέος πληθυσμός μαθαίνουν να συμβιώνουν, να αλληλοεξαρτώνται και να αλληλοσυμπληρώνονται στην προσπάθεια αντιμετώπισης των κοινών βιοτικών προβλημάτων. Ο ανταλλακτικός τρόπος ζωής και απόκτησης αγαθών τους μέσα από τον καταμερισμό εργασίας που διαμορφώνεται στο εσωτερικό της οικογένειας και της κοινότητας, ομογενοποιούν τον πληθυσμό οι δε κοινωνικές σχέσεις, γενιά τη γενιά, δημιουργούν τα σόγια και αυτά εξασθενίζουν τους παλαιούς δεσμούς καταγωγής και προέλευσης. Αυτοί λησμονούνται και χάνουν κάθε σημασία στις καθημερινές συναναστροφές και την επικοινωνία των κατοίκων. Πολιτισμικά δεν θα πρέπει να υπήρξε πρόβλημα επικράτησης των συνηθειών του ενός σε βάρος του άλλου, αφού όλη η περιοχή είχε τα ίδια σχεδόν ήθη και έθιμα και τα ίδια συναλλακτικά ήθη και συνήθειες. Έτσι οι θρύλοι και οι δοξασίες του ενός έγιναν γρήγορα θρύλοι και δοξασίες και του άλλου.
Η καθημερινή ζωή εκείνες τις εποχές ήταν δύσκολη. Όλα τα μέλη της οικογένειας συμμετέχουν στις κτηνοτροφικές και γεωργικές εργασίες, ελλείψει εργατικών χεριών. Οι γυναίκες αναλαμβάνουν και πρόσθετα καθήκοντα είτε σαν μητέρες είτε για εργασίες που κλασσικά εκτελούν αυτήν την εποχή οι γυναίκες, όπως υφαντική, καθαριότητα, μαγείρεμα, κ.ά.
«Ευλογία» πάντως για την οικογένεια αποτελεί ο άνδρας, το παιδί, που μπορεί λόγω σωματικής ρώμης να τα βγάλει πέρα με τις σκληρές δουλειές, αν και πολλές φορές οι γυναίκες δεν υπολείπονται. Αν τύχαινε τα περισσότερα μέλη της οικογένειας να είναι κορίτσια, τα πράγματα γίνονταν ακόμα δυσκολότερα. Τα εργατικά χέρια ήταν λιγότερα, με τις διάφορες δε κακουχίες και τους πολέμους πολλές φορές γινόταν ακόμα πιο δύσκολη υπόθεση το να βρεθεί τρόπος να τραφούν πολλά στόματα.
Μετά την απελευθέρωση και για πολλά χρόνια μετέπειτα η κατάσταση παραμένει όπως είχε διαμορφωθεί επί τουρκοκρατίας, με το κράτος να μη μπορεί να επιβάλλει το νόμο και την τάξη. Η φτώχια και η ανέχεια ήταν το κυρίαρχο στοιχείο για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού.
Η ανάγκη αλλά και η αδικία οδηγούσε πολλές φορές σε αρκετές μορφές εγκληματικότητας με κύριο στοιχείο την «πατρογονική κληρονομιά» της κλεψιάς και αυτή με τη σειρά της στη λήψη μέτρων αυτοπροστασίας, με την οπλοφορία του ανδρικού πληθυσμού. Η προστασία της έννομης τάξης, αυτή που θεωρούσαν ως «έννομη» με βάση τις συνήθειες και τα διαμορφωμένα ήθη της εποχής, ήταν από χαλαρή ως υποτυπώδης με βάση τα σημερινά κριτήρια. Η αυτοδικία επικρατούσε ως μέσο και μέθοδος απόκρουσης κάθε επαπειλούμενου αγαθού.
Στο εσωτερικό της τυπικής οικογένειας της εποχής ο πατέρας - πατριάρχης ήταν και «φυσικός» δικαστής. Ουδείς είχε το δικαίωμα να αμφισβητήσει ή να ασχοληθεί με τις αποφάσεις του όποιες και αν ήταν αυτές και όποιο κόστος και αν είχαν, ακόμα και για τη ζωή κάποιου μέλους της οικογένειας. Αν ο πατριάρχης και ο υπόλοιπος ανδρικός πληθυσμός απουσίαζε από το σπίτι για μεγάλα διαστήματα, το ρόλο αυτό αναλάμβανε η μητέρα - μητριάρχης.
Αν υπήρχε κάποια διαφορά ανάμεσα στις οικογένειες, που αφορούσε κυρίως κτηματικές διεκδικήσεις ή κλεψιά κάποιου πράγματος ή ζώου, η αυτοδικία είχε τον πρώτο λόγο, ενώ οι πιο λογικοί έλυναν τις διαφορές τους με βάση τα έθιμα και τη λογική της ίσης ζημίας ή του ανταλλάγματος. Η δικαστική προσφυγή αποτελούσε έσχατο και σπάνιο είδος για πολλά χρόνια. Το αίσθημα δικαιοσύνης κινούνταν ανάμεσα στο θρησκευτικό σκοταδισμό της εποχής, τις προκαταλήψεις και τις πατρογονικές δεισιδαιμονίες και παραδόσεις που καθόριζαν και την τύχη και την πορεία πολλών πραγμάτων. Κάποια αλλαγή στις σχέσεις και στη διαμόρφωση νέων κανόνων ηθικής αρχίζει με την ίδρυση του σχολείου και την έλευση του πρώτου παπά στο χωριό. Ως τότε κυρίαρχο στοιχείο του τρόπου ζωής - επιβίωση της «ένδοξης» κλεφτουριάς της τουρκοκρατίας - αποτελούσε ακόμα η κλεψιά, που αναδείκνυε το δράστη σε παληκάρι και αποδεκτό στην κοινωνία του χωριού, αν το θύμα καταγόταν από άλλο χωριό. Ο πλούτος που σχημάτιζε κάθε οικογένεια ήταν ελάχιστος και έμενε στην οικογένεια αποτελούμενος στις περισσότερες των περιπτώσεων από ζώα, ρουχισμό, κλινοσκεπάσματα, εργαλεία και άλλα αγαθά της καθημερινής ζωής. Με την πάροδο του χρόνου το εμπόριο κάνει δειλά δειλά την εμφάνισή του με τη μορφή των παντοπωλείων. Όπως και η τεχνική εξειδίκευση σε κάποια κλασσικά επαγγέλματα της εποχής (σιδεράδες, μαραγκοί, ράφτες, σαγματοποιοί, κ.ά).
Κυρίαρχος τρόπος ζωής στο χωριό μέχρι την περίοδο της κατοχής μένει ο ίδιος. Καλλιέργειες και κτηνοτροφία κυρίως για την οικογενειακή επιβίωση και αδυναμία δημιουργίας σημαντικού πλεονάσματος για να επιτευχθεί συσσώρευση πλούτου και κάποιου είδους επανεπένδυση. Στο διάστημα έτσι του μεσοπολέμου, παρά την πληθυσμιακή έκρηξη που παρατηρείται σε πολλά ορεινά χωριά, κάποια άτομα εγκαταλείπουν το χωριό είτε για τα μεγάλα αστικά κέντρα είτε φεύγουν μετανάστες στο εξωτερικό, για αναζήτηση καλύτερης τύχης. Η κατοχή και ο εμφύλιος δίνουν τη χαριστική βολή. Εγκαταλείπουν το χωριό τα πιο ικανά και τα πιο δημιουργικά μυαλά, ενώ οι διώξεις και οι στερήσεις αναγκάζουν σε μετανάστευση το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, μεγάλο τμήμα του οποίου μέχρι σήμερα δεν επισκέπτεται καν το χωριό.
Μικρός μόνον αριθμός οικογενειών εξακολουθεί να παραμένει στο χωριό ασχολούμενος με την κτηνοτροφία, αλλά και αυτός επιλέγει τη θαλπωρή των κοντινών κωμοπόλεων το χειμώνα. Ελάχιστος μόνον αριθμός οικογενειών επιστρέφει μετά τη δικτατορία και προσπαθεί να ξανακτίσει τις πατρογονικές εστίες με τρομερές δυσκολίες, αφού το χωριό δεν διαθέτει τα στοιχειώδη, όπως νερό, ηλεκτρικό, δρόμους, εργατικά χέρια, κ.ά.

Στοιχεία απογραφής του πληθυσμού Ανατολής
Έτος
Άτομα
Οικογένειες
1928
339
339 : 6 άτομα ανά οικογένεια = 60 περίπου οικογένειες
1940
234
234 : 6 άτομα ανά οικογένεια = 40 περίπου οικογένειες
1951
0
Σε πολλά χωριά δεν έγινε απογραφή
1961
30
Τα αποτελέσματα του εμφυλίου…
1971
24
Τα αποτελέσματα της δικτατορίας…
1981
92
«Συναγερμός» για τόνωση του πληθυσμιακού στοιχείου και ενίσχυση της κοινότητας της Ανατολής.
1991
106
Η «αρωγή» από τα αστικά κέντρα συνεχίστηκε.
2001
236
Η «αρωγή» έγινε ακόμα πιο «δυναμική».

Αυτό σε σύγκριση με άλλα κοντινά χωριά είχε επιπτώσεις στην ανάπτυξη δικτύου υποδομών και έργων σε κοινόχρηστους χώρους. Έτσι όλοι οι χώροι γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης και προσπορισμού. Οι δρόμοι και τα μονοπάτια υπήρχαν μόνον για περνάνε ίσα ίσα τα φορτωμένα ζώα. Το αλώνι αποτελούσε ταυτόχρονα και τη χαρακτηριστική πλατεία του χωριού. Δραστηριότητες με τροχήλατα κάρα δεν υπήρχαν άρα δεν υπήρχε και ανάγκη ύπαρξης δρόμων κατασκευασμένων κατά τα πρότυπα της εποχής για άλλους οικισμούς που άκμασαν. Γενικά κανένας δεν είχε ενδιαφέρον και δεν φρόντιζε για τη δημιουργία κοινόχρηστων έργων, αφού περίσσευε ελάχιστο εισόδημα και οι ανάγκες συντήρησης της οικογένειας ήταν τεράστιες και σχεδόν μονόδρομος. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα ο οικισμός να εμφανίζει ακόμα και σήμερα τη «φιλοσοφία» του παρελθόντος. Πολλά σπίτια εξακολουθούν να είναι εγκαταλειμμένα, άλλα απ’ αυτά έχουν καταστραφεί και άλλα είναι σε κατάσταση κατάρρευσης. Ελάχιστα νέα σπίτια έχουν ανεγερθεί παρά το γεγονός ότι αυτό αποτελεί επιθυμία αρκετών.
Οι δεσμοί με το χωριό των νεότερων στην ηλικία δεν είναι το ίδιο μεγάλοι με αυτή των παλαιότερων που έζησαν ένα τμήμα της ζωής τους με τις δυσκολίες του χωριού. Ίσως ζητούν κάτι διαφορετικό από το χωριό που δεν μπορεί να τους το προσφέρει, ίσως κάποτε χάθηκαν κάποιες ευκαιρίες να φέρει το χωριό πιο κοντά τις νεότερες ηλικίες και να τις εμπνεύσει για ένα δημιουργικό ρόλο τους στα κοινά του. Ίσως και να μην άρεσε καθόλου ο τρόπος χειρισμού κάποιων θεμάτων από τους μεγαλύτερους στην ηλικία, ίσως να δημιουργήθηκε ένα δυσαναπλήρωτο χάσμα σε νοοτροπίες και τρόπο ζωής χωρίς να το χρεώνεται αυτό κάποιος ή κάποιοι ειδικά, ίσως να μην αρκεί μόνον η όμορφη φύση, ίσως με τα χρόνια να χάνεται η ουσία της ζωής, ίσως τα «φώτα» και η «λάμψη» του σύγχρονου πολιτισμού να θέλουν να ρίξουν σκοτάδι σε όλα αυτά που κάποια στιγμή θα μας λείψουν, όπως μαζί τους θα μας λείψει και η ψυχική μας γαλήνη και ισορροπία, ίσως…, ίσως….,

2 σχόλια:

kyriop είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
kyriop είπε...

Εξαιρετικό άρθρο, όπως και όλα τα προηγούμενα. Ανακάλυψα το blog πρόσφατα και εντυπωσιάστηκα.